θολία

Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(Lacon. σαλία Hsch.), ἡ, (θόλος)
A conical hat with broad brim, or perhaps parasol, Theoc.15.39.
II chest with conical lid, Poll.10.138; cf. θαλιοποιοί.

German (Pape)

[Seite 1214] ἡ, eine kuppelförmig geflochtene Kopfbedeckung der Frauen, zum Schutze gegen die Sonnenstrahlen, Sonnenhut, Theocr. 15, 39; ᾡ ἀντὶ σκιαδίου ἐχρῶντο αἱ γυναῖκες Poll. 7, 174; VLL. Nach Poll. 10, 138 auch κίστη ἔχουσα θολοειδὲς τὸ πῶμα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chapeau de femme rond à larges bords et de forme conique.
Étymologie: θόλος.

Russian (Dvoretsky)

θολία:толия (женская коническая шляпа с широкими полями для защиты от солнца) Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

θολία: ἡ, (θόλος) κωνικὸς πῖλος μετὰ πλατέος γύρου πρὸς προφύλαξιν ἐκ τοῦ ἡλίου, ἢ ἴσως ἀλεξήλιον, Θεόκρ. 15. 39: - «θολία δ’ ἐκαλεῖτο πλέγμα τι θολοειδές, ᾧ ἀντὶ σκιαδίου ἐχρῶντο αἱ γυναῖκες» Πολυδ. Ζ΄, 174., Ι΄, 127. ΙΙ. κίστη ἔχουσα θολοειδὲς τὸ πῶμα, Πολυδ. Ι΄, 138.

Greek Monolingual

η (Α θολία) θόλος
σκιά δέντρου, ήσκιωμα («το παρκάκι του προσφέρει τας θολίας του», Νιρβ.)
αρχ.
1. πλατύγυρο καπέλο τών γυναικών με κωνική προεξοχή στο επάνω μέρος για προφύλαξη από τον ήλιο
2. αλεξήλιο, μέσο που προφυλάσσει από τις ηλιακές ακτίνες («τὠμπέχονον φέρε μοι καὶ τὰν θολίαν», Θεόκρ.)
3. (κατά τον Πολυδ.) «κίστη ἔχουσα θολοειδὲς τὸ πῶμα».

Greek Monotonic

θολία: ἡ (θόλος), κωνικό καπέλο με πλατύ γείσο για να προστατεύει από τον ήλιο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

θολία, ἡ, θόλος
a conical hat with a broad brim to keep the sun off, Theocr. [from θόλος