ἀνέζω

Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

pres. not found, set upon, ἐς δίφρον ἀνέσαντες Il.13.657; εἰς εὐνὴν ἀνέσαιμι 14.209, cf. 1.310 (tm.); restore to one's place. οὐκ οἶδ' ἢ κέν μ' ἀνέσει θεός Od.18.265:—Pass., sit upright, ἀνὰ δ' ἕζετο σιγῆ A.R.1.1170, 4.1332.

Spanish (DGE)

I 1colocar, poner εἰς δίφρον Il.13.657, εἰς εὐνήν Il.14.209.
2 devolver a su puesto οὐκ οἶδ' ἤ κέν μ' ἀνέσει θεός Od.18.265.
II v. med. sentarse ἀνὰ δ' ἕζετο σιγῇ A.R.1.1170, ἐπὶ χθονός A.R.4.1332.

German (Pape)

[Seite 220] hinaussetzen; Hom. Iliad. 13, 657 ἐς δίφρον δ' ἀνέσαντες ἄγον, sie setzten ihn (einen Todten) auf den Wagen; Apoll. Rhod. las ἀναθέντες, s. Scholl. Didym.; die Lesart ἀνέσαντες könnte vielleicht auch von ἀνίημι abgeleitet werden; vgl. Iliad. 21, 537 ἄνεσαν πύλας, 14, 209 εἰ κείνω εἰς εὐνὴν ἀνέσαιμι ὁμωθῆναι φιλότητι; zu ἀνέζω zieht man auch Apoll. Rhod. 4, 1332 Ἰήσων παπτήνας ἀν ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ χθονός, ὧδέ τ' ἔειπεν.

Greek Monolingual

ἀνέζω (Α) (άχρηστος ενεστώτας) έζομαι
1. καθίζω, τοποθετώ
2. αποκαθιστώ στη θέση του
3. (-ομαι) κάθομαι
ἀνέζομαι
κάθομαι, ανακαθίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέζω: praes. к ἀνεῖσα.