ἐνστηρίζω
English (LSJ)
fix or press in, πρίονα ἔς τι Hp.VC21: metaph., τινὶ τὸ ὅραμα Plot.3.5.2:—Pass., γαίη ἐνεστήρικτο it stuck fast in earth, Il. 21.168; πόντῳ, of Delos, Call.Del.13:—the Med. in A.R.4.1518.
Spanish (DGE)
I tr.
1 mantener fijo o sujeto a, apoyar en, colocar en ὅπῃ δοκεῖ πάχιστον ... ἐς τοῦτο αἰεὶ ἐνστηρίζειν τὸν πρίονα Hp.VC 21, ἐπ' αὐτὰ (διαπήγματα) τὰς χεῖρας ἐνστηρίζειν apoyar los brazos en ellos (unos travesaños) en la silla de parto, Sor.2.1.35, ἐκείνῳ τὸ ὅραμα Plot.3.5.2
•en v. med. mismo sent. τῷ (ὄφει) δ' ἄκρην ἐπ' ἄκανθαν ἐνεστηρίξατο ... ταρσὸν ποδός A.R.4.1518
•c. dat. instrum. sujetar, afianzar δένδρον ... κάμαξιν ἐνστηρίξας Sch.Theoc.3.13c.
2 astr. fijar, situar en astros en el cielo τὸ συμβὰν ἑαυτῷ ... τῷ ἀρκτικῷ ἐνεστήριξεν κύκλῳ lo que le había sucedido lo fijó en el círculo polar Epimenid.B 23.5, en v. pas. ἐν ᾧ (διαστήματι) οἱ ἀστέρες ἐνεστηρίχθησαν ὑπὸ τοῦ ... θεοῦ Simp.in Cael.452.4.
3 fig. fijar, establecer en, determinar para ἡμίονον ... ἐνεστήριξεν ἀγῶνι como premio, Nonn.D.37.705, ὁ κεραυνὸς ἐνεστήριξεν ἀμφοτέροις τὸν θάνατον Sch.Pi.P.3.104, ἐν τοῖς ἀϊδίοις τῶν γινομένων ἐνστηρίζει ... τὸν ἀεὶ ὄντα Simp.in Ph.780.24.
4 c. pron. refl. aferrarse a, mantenerse en ἐκ τῶν θρόνων ὅπου πολὺν χρόνον σεαυτὸν ἐνεστήριξας Sch.S.Ai.194P.
II intr., gener. en v. med. clavarse, fijarse en τὰ ἄκρα ἐς τὰς σφαίρας ἐνστηριζόμενα Hp.Mochl.42, τοῖς ἐναιωρήμασι τῶν σφαιρῶν Gal.18(2).581, cf. 2.462
•ref. a dolores fijarse en en v. act. ἐς ... τὸν σπλῆνα ὀδύνη ἐνστηρίζει Hp.Int.19, cf. Coac.33, en v. med. διὰ βάθους ἐνεστηρίχθαι τὸν πόνον Paul.Aeg.3.23.1
•fig. ἵνα ... ὁ κόσμος ἐνστηρίζηται τῷ νῷ Procl.in Ti.1.403.17, cf. Lyd.Mens.4.159
•en perf. quedar clavado en, estar fijado en ἡ δ' (μελίη) ... γαίῃ ἐνεστήρικτο Il.21.168, cf. Nonn.D.23.37, κείνη ... πόντῳ ἐνεστήρικται aquélla (Delos) ha quedado fijada en el mar Call.Del.13, cf. Theo Sm.178, ᾗ (ἄντυγι) ἔνι πᾶσα ἀσπὶς ἐνεστήρικτο (el reborde) al que estaba fijado todo el escudo Q.S.5.101, ἄστεα λαϊνέοισιν ἐνεστήρικτο θεμέθλοις las ciudades estaban asentadas sobre pétreos cimientos Nonn.D.6.384.
German (Pape)
[Seite 853] (s. στηρίζω), darin, darauf feststämmen, befestigen; ἐγχείη γαίῃ ἐνεστήρικτο, der Speer haftete fest in der Erde, Il. 21, 168. – Das med. hat Ap. Rh., τῷ δ' ἄκρην ἐπ' ἄκανθαν ἐνεστηρίξατο 4, 1518.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστηρίζω: μέλλ. -ξω, στηρίζω ἔν τινι, πρίονα Ἱππ. περὶ Τρωμ. 912: - Παθ., ἡ δ’ ἐξυπ. ἐγχείη ὑπὲρ αὐτοῦ γαίῃ ἐνεστήρικτο, «τῇ γῇ προσερήρειστο» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ.Φ. 168· τὸ μέσ. ἐν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1518.
English (Autenrieth)
only plup. pass., ἐνεστήρικτο, remained sticking fast, Il. 21.168.
Greek Monolingual
ἐνστηρίζω (Α) στηρίζω
στηρίζω κάτι στερεά μέσα ή επάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐνστηρίζω: μέλ. -ξω, στηρίζω, καρφώνω, μπήγω — Παθ., γαίῃ ἐνεστήρικτο, καρφώθηκε γερά στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
fut. ξω
to fix in:—Pass., γαίῃ ἐνεστήρικτο it stuck fast in earth, Il.