πεπασμός
English (LSJ)
ὁ,
A = πέπανσις: in Medic., concoction of sputum or urine, Hp.Epid.1.2, 3.10 (pl.); πεπασμοὶ σπέρματος Aret.CD1.4.
2 suppuration, Hp.Epid.3.4.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 c. πέπανσις;
2 suppuration.
Étymologie: πεπαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
πεπασμός: ὁ, = πέπανσις˙ παρ’ Ἰατρ. ἡ τῶν χυμῶν πέψις, Λατ. concoctio, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ, 940, πρβλ. 1086˙ - ὡσαύτως ἐμπύησις, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Γʹ, 1083.
Greek Monolingual
ὁ, Α πεπαίνω
1. πέπανσις
2. ιατρ. α) (για το φλέγμα ή για τα ούρα) μείωση της δριμύτητας, μαλάκωμα
β) εμπύηση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπασμός -οῦ, ὁ [πεπαίνω] geneesk., rijping, kloddervorming (van speeksel, urine of etter).