πέπανσις
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A ripening, of fruits, Arist.Mete.380a11, Thphr. HP 5.1.2, 3.4.1 (pl.), Corn.ND30.
2 Medic., maturation, of tumours and the like, Arist.Mete.380a21.
German (Pape)
[Seite 559] ἡ, das Reifmachen, das Reisen; Arist. meteor. 4, 2; Theophr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 coction par le soleil ; maturation;
2 coction des aliments, digestion.
Étymologie: πεπαίνω.
Russian (Dvoretsky)
πέπανσις: εως ἡ созревание, вызревание Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πέπανσις: ἡ, «ὡρίμασμα», Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 1 κἑξ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2· ―ὡσαύτως ἐπὶ οἰδημάτων καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3.
Greek Monolingual
-άνσεως, ἡ, Α πεπαίνω
1. (για καρπούς)
1. ωρίμαση, γίνωμα
2. (για οιδήματα) μαλάκωμα.
Translations
ripening
Chinese Mandarin: 成熟; Czech: zrání; Finnish: kypsyminen; French: maturité; German: Reifung; Greek: ωρίμαση, ωρίμανση; Ancient Greek: ἔκπεψις, ἅδρησις, ἅδρυνσις, παλαίωσις, πέπανσις, πεπασμός, πέψις; Irish: aibeachan, fionnadh; Japanese: 熟成; Polish: dojrzewanie; Russian: созревание; Telugu: పండించుట; Ukrainian: дозрівання, визрівання, достигання