κυμινοδόκον

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, box for cummin, spice-box, placed on the table like a salt-cellar, Nicoch.2:—also κυμινοδόκη, ἡ, Apollod.Gel.2; κῠμῑνο-δόχη, ἡ, Poll.10.93; κυμινοθήκη, ἡ, Demioprat.ibid.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοδόκον: τό, δοχεῖον κυμίνου τιθέμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης ὡς σήμερον τὸ ἁλατοδοχεῖον, Νικοχάρης ἐν «Γαλατείᾳ» 1· ὡσαύτως κυμινοδόκη, ἡ, Ἀπολλόδ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1· ― θήκη, ἡ, Πολυδ. Ι΄, 93.

Greek Monolingual

κυμινοδόκον, τὸ (Α)
δοχείο που περιείχε κύμινο και τοποθετούνταν στο τραπέζι όπως η αλατιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόκον (< δέχομαι), πρβλ. μελανοδόκον].

German (Pape)

[ῑ], τό, = κυμινοδόχη, Nicochar. bei Poll. 10.93.