αλατιέρα

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

η αλάτι
μικρό επιτραπέζιο σκεύος από γυαλί, ξύλο, ή άλλο υλικό για τη φύλαξη του αλατιού, αλατοδοχείο, αλατερή.