ὁδοποιός

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, one who opens the way, road-maker, pioneer, X.Cyr.6.2.36,J.BJ3.6.2; road-surveyor, Aeschin.3.25,Arist. Ath.54.1 (pl.); courier, POxy.1656.1 (iv/v A. D.).

German (Pape)

[Seite 294] den Weg machend, bahnend, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Aeschin. 3, 25 eine Behörde in Athen.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui fraye le chemin, pionnier;
2 agent préposé à la confection ou à l'entretien des routes.
Étymologie: ὁδός, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ὁδοποιός:
1 дорожный строитель, путеец, сапер Xen.;
2 дорожный смотритель (должность в Афинах по организации строительства дорог и поддержанию их в порядке) Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοποιός: ὁ, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ὁ ὁδοποιῶν, Ξέν. Κύρ. 6. 2, 36˙ - ἐπόπτης τῶν ὁδῶν, Αἰσχίν. 57. 27.

Greek Monolingual

ο (Α ὁδοποιός)
αυτός που είναι ειδικός στη χάραξη και στην κατασκευή δρόμων
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εγκαινιάζει κάτι καινούργιο, πρωτοπόρος
αρχ.
1. ο επόπτης τών οδών
2. ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ποιός].

Greek Monotonic

ὁδοποιός: ὁ (ποιέω),·
1. αυτός που ανοίγει δρόμο, μηχανικός, σε Ξεν.
2. επόπτης κατασκευής δημοσίων δρόμων, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ὁδο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
1. one who opens the way, a pioneer, Xen.
2. a road-surveyor, Aeschin.