στομαλίμνη

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, like λιμνοθάλαττα, salt-water lake, lagoon, Str.4.1.8, 13.1.31; μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης v.l. (ap. Sch.) in Il.6.4.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ. wie λιμνοθάλαττα, das ausgetretene. Buchten odcr Seen bildende Meerwasser, Binnensee, aestuarium, Strab. 4, 1, 8. In seiner ersten Ausgabe hatte Aristarch Iliad. 6, 4 das Wort, s. Sengebusch Hom. diss. 1 p. 27 sq.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 lac ou étang formé par les eaux de la mer, lagune;
2 lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.
Étymologie: στόμα, λίμνη.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰλίμνη: ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, λίμνη ἐκ θαλασσίου ὕδατος, λίμνη παρὰ τὴν παραλίαν, ἰχθυοτροφεῖον, Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ τύπος στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
έκταση με ήρεμο, σχεδόν λιμνάζον νερό, που με δίοδο επικοινωνεί με θάλασσα, με λίμνη ή με ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + λίμνη.

Greek Monotonic

στομᾰλίμνη: ἡ, λίμνη που έχει αλμυρό νερό καθώς τα ύδατά της συγκοινωνούν με τα θαλάσσια, κόλπος, σε Στράβ.· ομοίως στομάλιμνον, τό, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

στομᾰ-λίμνη, ἡ,
a salt-water lake, estuary, Strab.: so, στομάλιμνον, ου, τό, Theocr.