παλίντιτος

Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

παλίντιτον, (τίνω)
A done in requital, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Od.1.379.
II Act., requiting, πνεύματα Emp.111.5.

German (Pape)

[Seite 450] zurückoergolten, wieder vergolten, gebüßt, gestraft; αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι, Od. 1, 379. 2, 144; – πνεύματα, Empedocl. bei D. L. 8, 59, wofür Suid. v. ἄπνους παλίντονα las.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
payé en retour, puni.
Étymologie: πάλιν, τίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίντιτος -ον [πάλιν, τίνω] terugbetaald, betaald gezet, vergolden:. αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι in de hoop dat Zeus ooit vergelding laat geschieden Od. 1.379. vergeldend, compenserend:. παλίντιτα πνεύματα wrekende winden Emp. B 111.5.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίντῐτος:
1 отомщенный, наказанный: παλίντιτα ἔργα Hom. возмездие;
2 предполож. воздающий за труд, вознаграждающий, благотворный (πνεύματα Emped.).

English (Autenrieth)

(τίνω): paid back, avenged; ἔργα, ‘works of retribution,’ Od. 1.379 and Od. 2.144.

Greek Monolingual

παλίντιτος, -ον (Α)
1. αυτός του οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον
2. αυτός που ανταποδίδει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύτιτος)].

Greek Monotonic

πᾰλίντῐτος: -ον (τίνω) όπως το ἄντιτος, τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίντῐτος: -ον, (τίνω) ὡς τὸ ἄντιτος, οὗ ἡ τίσις, τιμωρία γενήσεται ὕστερον, ἐν τῷ μέλλοντι, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Ὀδ. Α. 379, Β. 144. ΙΙ. μετ’ ἐνεργητικῆς σημασίας, παλίντιτα πνεύματ’ ἐπάξεις Ἐμπεδ. 403. - Παρὰ Σουίδ. ἐν λέξ. ἄπνους: παλίντονα πνεύματ’ ἐπάξεις.

Middle Liddell

πᾰλίν-τῐτος, ον, τίνω
like ἄντιτος, requited, avenged, Od.