κατοικητήριον

Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu d'habitation, résidence, séjour;
NT: repaire.
Étymologie: κατοικέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats.

Russian (Dvoretsky)

κατοικητήριον: τό NT = κατοίκησις 2.

English (Strong)

from a derivative of κατοικέω; a dwelling-place: habitation.

English (Thayer)

κατοικητηρίου, τό (κατοικέω), an abode, a habitation: Sept.; the Epistle of Barnabas (6,15 [ET]); 16,7, 8 [ET], and other ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.

Middle Liddell

κατοικητήριον, ου, τό, [from κατοικέω
a dwelling-place, abode, NTest.

Chinese

原文音譯:katoikht»rion 卡特-哀咳帖里按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-家(處) 相當於: (מֹושָׁב‎) (מְעֹנָה‎)
字義溯源:住處,居所;源自(κατοικέω / κατοικίζω)=定居);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(οἰκέω)=居住)組成;而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
出現次數:總共(2);弗(1);啓(1)
譯字彙編
1) 住處(1) 啓18:2;
2) 居所(1) 弗2:22