verblijfplaats
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
Dutch > Greek
δίαιτα, διατριβή, κατοίκησις, κατοικητήριον, σταθμός, στέγη, στέγος
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
δίαιτα, διατριβή, κατοίκησις, κατοικητήριον, σταθμός, στέγη, στέγος