submit to a court together with another, μοι συγχώρησιν Mitteis Chr.31 ii 11 (ii B.C.).
Α1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»].