σειραίνω

Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(Σείριος) dry up by heat, parch, Orus ap. EM710.22; cf. σειριάω, σειρεόω, and σειρόω.

German (Pape)

[Seite 868] auch σειρέω (?), durch Hitze austrocknen, dörren, Sp.; σεσειρέναι Schol. Luc. V. H. 1, 16 ist f.l. für σεσηρέναι, s. Schol. Ap. Rh. 2, 517, wie E. M. 710, 22.

Greek (Liddell-Scott)

σειραίνω: (Σείριος) ξηραίνω διὰ τῆς θερμότητος, καταξηραίνω, στεγνώνω, παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 710. 22· πρβλ. σειριάω· τύπος τις σειρεόω, παρ’ Ἱππ. 49. 21 εἶναι λίαν ἀμφίβολ.· πρβλ. σειρόω.

Greek Monolingual

Α Σείριος
ξηραίνω, στεγνώνω με θερμότητα.