ἐπαλαστέω

Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

to be full of wrath at a thing, τὸν δ' ἐπαλαστήσασα προσηύδα Od.1.252, cf. A.R.3.369,557.

German (Pape)

[Seite 897] unwillig sein darüber, Od. 1, 252, Schol. ἐπὶ τοῖς λεχθεῖσιν ὡς ἀλάστοις οὖσι δεινοπαθήσασα, auch Ap. Rh. 3, 369. 557.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être mécontent ou affligé.
Étymologie: ἐπί, ἄλαστος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰλαστέω: негодовать, быть раздраженным: τὸν ἐπαλαστήσασα προσηύδα Hom. ему (Телемаху) с досадой отвечала (Паллада).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰλαστέω: ἀγανακτῶ, τὸν δ’ ἐπαλαστήσασα προσηύδα Παλλὰς Ἀθήνη «ἐπὶ τοῖς λεχθεῖσιν, ὡς ἀλάστοις καὶ δεινοῖς οὖσι, δεινοπαθήσασα» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 252, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 369, 557. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαλαστήσασα· σχετλιάσασα, δεινοπαθήσασα, ἐπιχαλεπήνασα».

English (Autenrieth)

part. -ήσᾶσα: be indignant (at), Od. 1.252†.

Greek Monotonic

ἐπᾰλαστέω: μέλ. -ήσω (ἄλαστος), είμαι γεμάτος οργή για κάτι, αγανακτώ, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. ήσω ἄλαστος
to be full of wrath at a thing, Od.