λαῖμα

Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό, dub. in Ar.Av.1563 (λαῖτμα cod. Ven., λαῖγμα (cf. λαίγματα) Bentley).

German (Pape)

[Seite 7] τό, = λῆμα, mit Anspielung auf λαιμός u. αἷμα, Ar. Av. 1559; doch schwankt die Lesart u. die Erkl.

Russian (Dvoretsky)

λαῖμα: ατος τό предполож. кровь, по по друг. - принесение в жертву (Arph. - v.l. λαῖγμα).

Greek (Liddell-Scott)

λαῖμα: τό, ἄδηλός τις λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. λαῖτμα, ὅθεν ὁ Bentl. διώρθωσε λαῖγμα, θυσία, θῦμα (ἴδε λαῖγμα).

Greek Monolingual

τα
βλ. λαιμός.

Greek Monotonic

λαῖμα: -ατος, τό, πιθ. όπως το λαιμός, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

See also: s. λαίγματα.

Middle Liddell

λαῖμα, ατος, τό, [perhaps the same as λαιμός, Ar.]

Frisk Etymology German

λαῖμα: {laĩma}
See also: s. λαίγματα.
Page 2,72