νηπιαχεύω

Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

to be childish, play like a child, Il.22.502:—Med., Rh.Mus.1879.195 (Rome).

French (Bailly abrégé)

agir comme un petit enfant.
Étymologie: νηπίαχος.

German (Pape)

kindisch sein, Kinderspiele treiben, Il. 22.502.

Russian (Dvoretsky)

νηπιᾰχεύω: по-детски играть, резвиться как ребенок Hom.

Greek (Liddell-Scott)

νηπῐᾰχεύω: πράττω τὰ συνήθη τοῖς νηπίοις, Ἰλ. Χ. 502.

English (Autenrieth)

play like a child, part., Il. 22.502†.

Greek Monolingual

νηπιαχεύω (Α)
(το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο-πορεύω)].

Greek Monotonic

νηπῐᾰχεύω: φέρομαι παιδιάστικα, παιδιαρίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νηπιᾰχεύω,
to be childish, play like a child, Il. [from νηπίᾰχος]