ὑδασιστεγής

Revision as of 11:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὑδασιστεγές, water-proof, πῖλος AP6.90 (Phil.). [ῡ l. c., metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1172] ές, das Wasser abhaltend, wasserdicht, πῖλος, Philip. 5, 5 (VI, 90), wo υ lang gebraucht ist; vgl. Lob. Phryn. 688.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
imperméable à l'eau.
Étymologie: ὕδωρ, στέγω.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰσιστεγής: (ῡ) задерживающий воду, водонепроницаемый (πῖλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰσιστεγής: -ές, ὡς τὸ ὑδατοστεγής, ὁ στέγων, ἐμποδίζων τὸ ὕδωρ νὰ εἰσέλθῃ, πῖλος Ἀνθ. Π. 6. 90· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 688. [ῡ ἐν τῇ Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., χάριν τοῦ μέτρου].

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που εμποδίζει την εισροή νερού, υδατοστεγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδασι, δοτ. πληθ. της λ. ὕδωρ, ὕδατος + -στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. ουρανοστεγής].

Greek Monotonic

ὑδᾰσιστεγής: -ές, αυτός που εμποδίζει την είσοδο νερού, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑδᾰσι-στεγής, ές
water-proof, Anth.