μακρόχηλος

Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μακρόχηλον, with long hoofs, v.l. in Str.17.3.19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sabots allongés, aux longues griffes.
Étymologie: μακρός, χηλή.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς χηλάς, Στράβ. 835.

Greek Monolingual

μακρόχηλος, -ον (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει μακριές, επιμήκεις οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. δίχηλος, μονόχηλος].

Greek Monotonic

μακρόχηλος: -ον (χηλή), αυτός που έχει μακριές χηλές, απολήξεις, νύχια των ποδιών σε ζώα όπως το άλογο, τα μηρυκαστικά κ.λπ., σε Στράβ.

Middle Liddell

μακρό-χηλος, ον χηλή
with long hoofs, Strab.

German (Pape)

langklauig, -hufig, Strab. XVII.835, v.l. μακρόχειλος.