διαπάλη
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ, hard struggle, διαπάλαι πολέμου Plu.Cor.2, cf. 2.50f.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ pelea διαπάλαι πολεμίου Plu.Cor.2, cf. 2.50f.
German (Pape)
[Seite 593] ἡ, gegenseitiger Kampf, Plut. Coriol. 2.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lutte énergique.
Étymologie: διά, πάλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πάλη -ης, ἡ het worstelen: plur.: ἐν διαπάλαις bij het worstelen Plut. Cor. 2.1.
Russian (Dvoretsky)
διαπάλη: (πᾰ) ἡ противоборство, борьба Plut.
Greek Monolingual
η
σκληρός και τραχύς αγώνας, έντονος ανταγωνισμός.
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
διαπάλη: [ᾰ], ἡ, δεινὸς ἀγών, Πλούτ. Κορ. 2., 2. 50F.