κυανόπεζα
English (LSJ)
ἡ, with feet of κύανος, τράπεζα Il.11.629. [ῡ, metri gr.]
German (Pape)
[Seite 1521] mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.
French (Bailly abrégé)
ης;
adj. f.
aux pieds sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, πέζα.
Greek Monolingual
κυανόπεζα, ἡ (Α)
(για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυόπεζα, χιονόπεζα)].
Greek Monotonic
κυᾰνόπεζα: ἡ, με τα πόδια του κυανοῦ, σε Ομήρ. Ιλ. (ῡ, χάριν μέτρου).
Russian (Dvoretsky)
κῡᾰνόπεζα: (ῡ!) adj. f на темных ножках (τράπεζα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανόπεζα -ης [κύανος, πέζα] met poten van lazuursteen of met donkere poten.
Middle Liddell
κυᾰνό-πεζα, ἡ,
with feet of κύανος, Il. [ῡ, metri grat.]