φοινικόβαπτος

Revision as of 12:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φοινικόβαπτον, purple-dyed, ἐσθήματα A.Eu.1028.

German (Pape)

[Seite 1296] in Purpur getaucht, gefärbt, Aesch. Eum. 982 ἐσθήματα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint en pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹, βάπτω.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόβαπτος: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἐσθήματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόβαπτος: -ον, ὁ βεβαμμένος εἰς χρῶμα φοινικοῦν, ἐσθήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1028.

Greek Monolingual

-ον, Α
βαμμένος με πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκόβαπτος, πορφυρόβαπτος].

Greek Monotonic

φοινῑκόβαπτος: -ον, βαμμένος σε χρώμα πορφυρό, ἐσθήματα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φοινῑκό-βαπτος, ον,
purple-dyed, ἐσθήματα Aesch.

English (Woodhouse)

crimson