περιπρό

Revision as of 12:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv. very, especially, Il.11.180, Call.Jov.86.

German (Pape)

[Seite 589] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699.

French (Bailly abrégé)

ou περὶ πρό;
adv.
tout à fait en avant, càd supérieurement, éminemment, extrêmement.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπρό [περί, πρό] adv., buitengewoon.

Russian (Dvoretsky)

περιπρό: adv. тж. раздельно вокруг и впереди: π. ἔγχεϊ θῦεν Hom. (Атрид) вокруг и впереди себя неистовствовал копьем.

English (Autenrieth)

around and before, Il. 11.180 and Il. 16.699.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. μπροστά και γύρω από κάτι
2. μτφ. πάρα πολύ, εξαιρετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πρό με επίρρμ. χρήση «εμπρός»].

Greek Monotonic

περιπρό: επίρρ., πάρα πολύ, πρωτίστως, ιδιαιτέρως, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπρό: Ἐπίρρ., περιπρὸ γὰρ ἔγχεῖ θῦεν, «πάνυ γὰρ ἐνθουσιωδῶς ὥρμα πρὸ τῶν ἄλλων δόρατι» (Θ. Γαζῆς), «περισσῶς γὰρ καὶ ἐνθουσιωδῶς εἰς τοὔμπροσθεν ὥρμα» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 180, Π. 699· πρβλ. διαπρό, ἐπιπρό.

Middle Liddell

very much, especially, Il.