ἀμαρεύω

Revision as of 12:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(ἀμάρα) flow off, Aristaenet. 1.17.

Spanish (DGE)

hacer fluir, canalizar ὕδωρ ἀνὰ τοὺς κήπους Aristaenet.1.17.5, δακρύων ῥοήν Eust.1609.32, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαρεύω: (ἀμάρα) φέρω τὸ ὕδωρ δι’ ἀμάρας πρὸς ἄρδευσιν, διοχετεύω, ἀρδεύωἐκρέω, «ἀνὰ τοὺς κήπους», Ἀρισταίν. 1. 17· «ἀμαρεύων, διοδεύων», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀμαρεύω (Α)
1. μεταφέρω το νερό με οχετό για άρδευση, αρδεύω
2. αποχετεύω ακάθαρτα νερά με υπόνομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάρα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρευμα.

German (Pape)

abfließen lassen, Eust., bewässern, Aristaenet. 1.17; Hesych. erkl. ἀμαρεῖν, wohl dasselbe Wort, ἀκολουθεῖν.