ἱστουργός

Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ or ἡ, worker at the loom, weaver, PSI4.371.8 (iii B.C.), J.BJ1.24.3.

German (Pape)

[Seite 1271] am Webstuhl arbeitend, Schol. Theocr. 15, 80 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui tisse, tisserand.
Étymologie: ἱστός, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστουργός: ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, ὑφαντουργός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α.

Greek Monolingual

ἱστουργός, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο υφαντουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελουργός, ξυλουργός].

Greek Monotonic

ἱστουργός: ὁ ή ἡ (*ἔργω), εργαζόμενος στον αργαλειό, υφαντουργός.

Middle Liddell

[*ἔργω
a worker at the loom.