πρωτοπήμων

Revision as of 13:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα) first cause of ill, A.Ag.223 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 805] ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui est la source des maux.
Étymologie: πρῶτος, πῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοπήμων -ονος [πρῶτος, πήμων] eerste oorzaak van rampen:. παρακοπὰ π. waanzin, die als eerste rampspoed brengt Aeschl. Ag. 223 ( lyr. ).

Russian (Dvoretsky)

πρωτοπήμων: ονος adj. являющийся первопричиной зла (παρακοπή Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα) ὁ πρῶτος αἴτιος τοῦ κακοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 224.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. πολυπήμων.

Greek Monotonic

πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, πρωταίτιος του κακού, σε Αισχύρ.

Middle Liddell

πρωτο-πήμων, ονος, ὁ, ἡ,
first cause of ill, Aesch.