αὐτόσε

Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv. thither, to the very place, ἀπιέναι v.l. in Hdt.3.124; καταβαίνειν Ar.Lys.873; αὐτομολεῖν Th.7.26, etc.; σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσ' Antiph.55.20.

Spanish (DGE)

adv. aquí, ahí, allí mismo según contexto
1 c. mov. hacia ἀπιέναι Hdt.3.124, KI. κατάβηθι δεῦρο. Μυ. ἐγὼ μὲν αὐτόσ' οὔ CI. baja aquí ... MI. yo ahí no Ar.Lys.873, ἐλθεῖν Ar.Th.202, ἵνα ... αὐ. αὐτομολῶσι para que deserten allí mismo Th.7.26, σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσ' Antiph.55.20, συνεληλυθότες δ' ἦσαν αὐ. καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ κτήνη πολλά X.An.4.7.2, ὠθεῖ κῦμα ναστῶν καὶ κρεῶν ἑφθῶν τε βατίδων εἰλυομένων αὐ. Metag.6.4.
2 sin idea de mov. αὐ. ἀπετέλουν ἱερά Pl.Criti.116c, σκυτοτόμον αὐ. προσθήσομεν Pl.R.369d, cf. Men.73d, ἀλλὰ καὶ νοσοῦντες ἂν ἴδοις αὐ. καὶ ἀναπήρους Eus.PE 4.2.5, παρῆν αὐ. Agath.3.2.4.

French (Bailly abrégé)

adv.
là même, ici même avec mouv.
Étymologie: αὐτός, -σε.

German (Pape)

dorthin, ebendahin, Her. 3.124; Thuc. 7.26.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόσε: adv. туда же, именно туда Her., Thuc., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόσε: ἐπίρρ. (αὐτοῦ) εἰς αὐτὸ τὸ μέρος, εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν θέσιν, στέλλεσθαι Ἡρόδ. 3. 124· καταβαίνειν Ἀριστοφ. Λυσ. 873· αὐτομολεῖν Θουκ. 7. 26, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἄν ἐφικοίμην αὐτόσ’ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 19.

Greek Monolingual

αὐτόσε επίρρ. (AM) αυτός
(με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) σ' αυτό το μέρος, σ' αυτή τη θέση.

Greek Monotonic

αὐτόσε: επίρρ. (αὐτοῦ), προς τα εκεί, σε αυτό το μέρος, στο ίδιο μέρος, Λατ. illuc, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

αὐτοῦ
thither, to the very place, Lat. illuc, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

to the spot, to the very spot