τρόφις
English (LSJ)
ὁ, ἡ, τρόφι, τό, gen. -ιος, (τρέφω)
A well-fed, stout, large, τ. κῦμα κυλίνδεται a huge, swollen wave, Il.11.307 (cf. τροφόεις); of men, ἐπεὰν γένωνται τρόφιες [οἱ παῖδες] when the children grow big, Hdt.4.9.
II nursling, Lyc.264; τρόφις Ἐννοσιγαίου nursling of the earth-shaker, epithet of the dolphin, Opp. H.2.634 (v.l. τρόχις).
German (Pape)
[Seite 1153] τρόφι, wohlgenährt oder zusammengeballt (τρέφω), seist, stark, groß; τρόφι κῦμα, die große Woge, Il. 11, 307, vgl. τροφόεις; von Menschen, ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῖδες, wenn die Kinder groß werden, Her. 4, 9. – Bei Opp. Hal. 3, 634 heißt der Delphin τρόφις Ἐννοσιγαίου, der Zögling des Poseidon, wo Schneider τρόχις lies't.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιος;
bien nourri, gros et gras, fort ; p. anal. τρόφι κῦμα IL vague énorme.
Étymologie: τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρόφις, τρόφι, gen. -ιος [τρέφω] Ion. gezwollen:; τρόφι κῦμα hoog oprijzende golf Il. 11.307; volgroeid:. ἐπεὰν γένωνται τρόφιες wanneer zij volgroeid zijn Hdt. 4.9.4.
Russian (Dvoretsky)
τρόφις: n ι, gen. -ιος
1 большой, взрослый: τ. γενέσθαι Her. вырасти, стать взрослым;
2 огромный (κῦμα Hom.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ιος, ὁ και ἡ, και τρόφι, τὸ, Α
1. καλοθρεμμένος, ευτραφής («ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῖδες», Ηρόδ.)
2. (στην ποίηση) ογκώδης, συμπαγής («τρόφι κῡμα κυλίνδεται», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που ανατράφηκε από κάποιον («τρόφις Ἐννοσιγαίου» — το δελφίνι, Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ- του τρέφω + κατάλ. -ις (πρβλ. στρόφις, τρόχις)].
Greek Monotonic
τρόφις: ὁ, ἡ, τρόφι, τό, γεν. τρόφιος, (τρέφω), καλά θρεμμένος, ευτραφής, τρόφι κῦμα, μεγάλο, πελώριο κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για άνδρες, ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῖδες, όταν μεγαλώσουν τα παιδιά, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρόφις: ὁ, ἡ, τρόφι, τό, γεν. ιος (τρέφω)· - καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, εὐπαγής, τρόφι κῦμα κυλίνδεται, μέγα, ὀγκῶδες, πελώριον, Ἰλ. Λ. 307 (πρβλ. τροφόεις)· ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῖδες, ὅταν αὐξηθῶσιν, ὅταν μεγαλώσωσιν, Ἡρόδ. 4. 9. ΙΙ. τρόφις Ἐννοσιγαίου, ὡς τὸ τρόφιμος, ὁ ἀνατραφεὶς ὑπὸ τοῦ σείοντος τὴν γῆν, ἐπίθετον τοῦ Δελφῖνος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 634 (διάφορ. γραφ. τρόχις).
Middle Liddell
τρέφω
well-fed, stout, large, τρόφι κῦμα a huge, swollen wave, Il.; of men, ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῖδες when the children grow big, Hdt.