νιφόεις

Revision as of 11:10, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νιφόεσσα, νιφόεν,
A snowy, snowclad, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Od.19.338; κατ' Οὐλύμπου ν. Il.18.616; ν. Ὀλύμπου Hes.Th.117; ὤρανος ν. Alc.17; ν. Αἴτνα Pi.P.1.20; Παρνασός S.OT 473 (lyr.); σκόπελος Ar.Nu.273.
II snow-white, Ἑλένη (v.l. σελήνη) Ion Trag.46.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: *νίψ.

German (Pape)

εσσα, εν, schneeig, voll Schnee; ὄρος, Il. 13.754; Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα, 14.227; Οὔλυμπος, 18.616, und sonst von hohen Bergen; Αἴτνα, Pind. I. 6.5; Παρνασσός, Soph. O.R. 473; σκόπελος, Ar. Nub. 274; κρυμός, Antiphil. 8 (VI.252).

Russian (Dvoretsky)

νῐφόεις: όεσσα, όεν покрытый снегом, весь в снегу (Οὔλυμπος Hom.; Παρνασός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νῐφόεις: εσσα, εν, (νίφα) χιονώδης, χιονιζόμενος, κεκαλυμμένος διὰ χιόνων, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Ὀδ. Τ. 338· κατ’ Οὐλύμπου ν. Ἰλ. Σ. 616· ν. Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 117· (ἐντεῦθεν, οὐρανὸς ν. Ἀλκαῖ. 17)· ν. Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 36· Παρνασὸς Σοφ. Ο. Τ. 473· σκόπελος Ἀριστοφ. Νεφ. 273.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (σν.): snowy, snowclad, epithet of mountains.

English (Slater)

νῐφόεις snowy νιφόεσσ' Αἴτνα (P. 1.20) ]νιφόεντα. σε[ ?fr. 334. 8.

Greek Monolingual

νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ' Αἴτνα», Πίνδ.)
2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -όεις (πρβλ. τροφόεις)].

Greek Monotonic

νῐφόεις: -εσσα, -εν (νίφα), χιονισμένος, χιονοσκεπής, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.

Middle Liddell

νῐφόεις, εσσα, εν νίφα
snowy, snowclad, snowcapt, Hom., Hes., etc.

English (Woodhouse)

snow-covered