αβεβαιότητα

Revision as of 09:07, 27 October 2023 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

η (Α ἀβεβαιότης) ἀβέβαιος
1. έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία
2. ασάφεια, αοριστία
αρχ.
αστάθεια, ακαταστασία.

Translations

precariousness

Catalan: precarietat; French: précarité; Galician: precariedade; Greek: επισφάλεια, αστάθεια, αβεβαιότητα, επισφαλής χαρακτήρας; Ancient Greek: ἐπισφάλεια; Hebrew: אי-יציבות‎; Italian: precarietà; Portuguese: precariedade; Spanish: precariedad; Turkish: istikrarsızlık