ὑποφύω

Revision as of 21:50, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A cause to grow up under, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύεν ποίην Il. 14.347:—Pass., fut. -φύσομαι Diog.Oen.29: aor. 2 -εφύην Arist.HA501b9: pf. -πέφυκα Gal.2.277:—grow up below or as a substitute, of flesh, Hp.VC17, Fract.33; of teeth, Arist. l. c.; of hoofs, ib.604a25: metaph., ἂν [τὰς ῥίζας] ὑποτέμωμεν, οὐδὲν τῶν κακῶν ἡμῖν -φύσεται Diog.Oen. l.c.:—ὑποφύει = ὑποφύεται is f.l. in Thphr. HP 4.15.2.
2 Pass., of muscles, to be inserted under, τῷ δέρματι Gal.2.246, UP3.11, cf. 4.10, al.
II Pass. also, to be in process of growth, ἐξειργάσατο τὴν τέχνην τὴν γραφικὴν ὑποφυομένην ἔτι Ael. VH8.8.

French (Bailly abrégé)

être en voie de croissance.
Étymologie: ὑπό, φύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφύω: выращивать, взращивать снизу (ποίην Hom. - in tmesi): γίνεται ἅμα τῆς ἑτέρας ὑποφυομένης ἡ τῆς ἑτέρας ὁπλῆς ἀποβολή Arst. по мере того, как нарастает новое копыто, старое сбрасывается.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφύω: φύω, γεννῶ κάτωθεν, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύε ποίην Ἰλ. Ξ. 347. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι κάτωθεν, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 910, π. Ἀγμ. 774· ἐπὶ τῶν ὀδόντων, φύομαι κάτωθεν εἰς ἀντικατάστασιν ἄλλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 2, 1, πρβλ. 8. 24, 1· ― ὑποφύει = ὑποφύεται, (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, διατελῶ ἐν αὐξήσει, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 8.

Greek Monolingual

Α φύω
1. (για την γη) αφήνω να βλαστήσει, βγάζω
2. μέσ. ὑποφύομαι
α) (για δόντι) φυτρώνω για να αντικαταστήσω άλλο
β) αυξάνομαι, μεγαλώνω συνεχώς.

Greek Monotonic

ὑποφύω: κάνω κάτι να φυτρώσει από κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

to make to grow up, Il.