ataque
Spanish > Greek
ἀγηνία, ἀκοντίασις, ἀνεπιβασία, ἀντεπίθεσις, ἀντιλογία, ἀντίστασις, βλῆμα, δορατισμός, ἐγκατάσκηψις, ἐγχείρημα, εἰσβολή, εἰσελασία, εἰσέλασις, εἴσπτημα, ἐμβάσιμον, ἐμβολή, ἐνιπή, καταβολή, κατηβολή, προσβολή
ἀγηνία, ἀκοντίασις, ἀνεπιβασία, ἀντεπίθεσις, ἀντιλογία, ἀντίστασις, βλῆμα, δορατισμός, ἐγκατάσκηψις, ἐγχείρημα, εἰσβολή, εἰσελασία, εἰσέλασις, εἴσπτημα, ἐμβάσιμον, ἐμβολή, ἐνιπή, καταβολή, κατηβολή, προσβολή