ζηλωτός

Revision as of 15:35, 21 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ζηλωτή, ζηλωτόν, also ζηλωτός, ζηλωτόν E.Andr.5, Med.1035; Dor. ζαλωτός Simon., Pi.(v. infr.):—
A enviable, of things, σοφία Pl.Hp.Mi.368b; καλὰ καὶ ζ. ἐπιγράμματα D.22.72: Comp., Isoc.6.95; ζηλωτὸν ὁ πλοῦτος Lycurg.Fr.97.
2 to be deemed happy, to be envied, of persons, Thgn.455, S.Ant.1161; τινι by one, A. Pers.710 (troch.), E.Med.1035, Pl.Smp. 197d, etc.; ὑπό τινος Isoc.5.69: c.gen. rei, θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6; ζ. τῆς εὐνοίας Plu.Pomp.61: c. dat., Id.Luc.38.
3 of conditions, enviable, blessed, αἰών Simon.71, E.Med.243; πότμος Arist.Fr.675; ζηλωτότατος βίος Ar.Nu.464 (lyr.); γάμος Plu.2.289b, etc.

German (Pape)

[Seite 1139] Nacheiferung, Bewunderung verdienend, ζαλωτὸς εὐνᾶς Pind. Ol. 7, 6; ζηλωτότερος καὶ θαυμαστότερος Isocr. 6, 95; glücklich, Aesch. Pers. 710; ζηλωτότατον βίον κατάξεις Ar. Nubb. 462; ζηλωτὸς καὶ εὐδαιμονιζόμενος Plat. Gorg. 473 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 envié ou digne d'envie : ζηλωτός τινι ou ὑπό τινος ISOCR envié par qqn ou enviable pour qqn;
2 digne d'être imité;
Cp. ζηλωτώτερος, Sp. ζηλωτώτατος.
Étymologie: adj. verb. de ζηλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλωτός -ή -όν of ζηλωτός -όν, Dor. ζᾱλωτός [ζηλόω] benijdenswaardig, nastrevenswaardig, van pers. en zaken:; Κρέων... ἦν ζηλωτός... ποτέ ooit was Creon benijdenswaardig Soph. Ant. 1161; πολλὴν σοφίαν καὶ ζηλωτήν grote en benijdenswaardige wijsheid Plat. HpMi 368b; ζηλωτότατον βίον een hoogst benijdenswaardig bestaan Aristoph. Nub. 462; met dat. van pers..; ζηλωτὸς ὢν... Πέρσαις benijdenswaard in de ogen van de Perzen Aeschl. Pers. 710; ζ.... ὑπὸ τῶν πολιτῶν benijd door de burgers Plat. Grg. 473c; met bep. van oorzaak, gen..; ζηλωτὸς... τῆς πρὸς αὐτὸν εὐνοίας τῶν ἀνθρώπων te benijden vanwege de welwillendheid van de mensen jegens hem Plut. Pomp. 61.4; dat.. τιμῇ τοσαύτῃ ζ. te benijden om zo’n grote eer Plut. Luc. 38.3.

Russian (Dvoretsky)

ζηλωτός: дор. ζᾱλωτός 3 и 2 [adj. verb. к ζηλόω
1 достойный зависти, завидный: ζ. τινι Plat. или ὑπό τινος Isocr. внушающий зависть кому-л. или желанный для кого-л.; ζ. τινος Pind. завидный вследствие чего-л.;
2 достойный восхищения, счастливый (αἰών Eur.; βίος Arph.; Ἐνδυμίων Theocr.; γάμος Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζηλωτός, -ή, -όν, Α και ζηλωτός, -όν, δωρ. τ. ζαλωτός, -όν) ζηλώ
αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος
αρχ.
1. αυτός που καλοτυχίζεται, που μακαρίζεται («ζηλωτὸς ὢν βίοτον εὐαίωνα Πέρσαις», Αισχύλ.)
2. ευδαίμων, μακάριος για κάτι.

Greek Monotonic

ζηλωτός: -ή, -όν και -ός, -όν (ζηλόω), Δωρ. ζᾱλ-,
1. αυτός στον οποίο αξίζει να προσπαθεί κάποιος να μοιάσει, αυτός που είναι άξιος μίμησης, σε Πλάτ., Δημ.
2. αυτός που αξίζει να θεωρείται ευτυχής ή να γίνεται αντικείμενο φθόνου, λέγεται για πρόσωπα, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.
3. λέγεται για καταστάσεις, αξιοζήλευτος, επίφθονος, ποθητός, μακάριος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλωτός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Εὐρ. Ἀνδρ. 5, Μηδ. 1035· Δωρ. ζᾱλ-, Πίνδ.· (ζηλόω)· - εἶμαι ἄξιος μιμήσεως, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσσ. 368B· καλὰ καὶ ζ. ἐπιγράμματα Δημ. 615. 28· συγκρ., Ἰσοκρ. 135C. 2) θεωροῦμαι εὐτυχής, φθονοῦμαι, ἐπὶ προσώπων, Θέογν. 455, Σοφ. Ἀντ. 1161· τινί, ὑπό τινος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 710, Πλάτ. Συμπ. 197D, κτλ.· ὑπό τινος Ἰσοκρ. 96A· μετὰ γεν. πράγμ., θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Πίνδ. Ο. 7. 10· ζ. τῆς εὐνοίας Πλούτ. Πομπ. 61· μετὰ δοτ., ὁ αὐτ. Λουκούλ. 38. 3) ἐπὶ καταστάσεων, ἄξιος φθόνου, ἐπίφθονος, μακάριος, αἰὼν Σιμων. 71, Εὐρ. Μηδ. 243· ζηλωτότατος βίος Ἀριστοφ. Νεφ. 462· γάμος Πλούτ. 2. 289B.

Middle Liddell

ζηλωτός, ή, όν ζηλόω
1. to be emulated, worthy of imitation, Plat., Dem.
2. to be deemed happy, to be envied, Theogn., Aesch., etc.
3. of conditions, enviable, blessed, Eur., Ar.

Translations

enviable

Bulgarian: завиден; Catalan: envejable; Czech: záviděníhodný; Galician: envexable; German: beneidenswert; Greek: αξιοζήλευτος; Ancient Greek: ἀγαῖος, ἀξιόζηλος, ἀξιοζήλωτος, ἐπίζηλος, εὔζηλος, ζαλωτός, ζηλωτός, μακαριστός; Italian: invidiabile; Manx: yn-troo; Maori: haetara; Portuguese: invejável; Russian: завидный; Serbo-Croatian Cyrillic: завидан; Roman: závidan; Slovak: závideniahodný; Spanish: envidiable; Swedish: avundsvärd; Tajik: рашковар, рашкомез, рашкангез