ἐλεγμός

Revision as of 22:01, 31 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, = ἔλεγξις (refutation, censure), LXX Ps.149.7 (pl.),al., 2 Ep.Ti.3.16.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 reproche, censura ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τὸν πλησίον σου LXX Le.19.17, ὠφέλιμος πρὸς ἐλεγμόν 2Ep.Ti.3.16.
2 prueba, comprobación τὸ ὔδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ en una especie de «juicio de Dios», LXX Nu.5.18, 23.

French (New Testament)

οῦ (ὁ) réfutation ; réprimande
ἐλέγχω

German (Pape)

[Seite 793] ὁ, = ἔλεγξις, LXX., K. S.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεγμός: ὁ NT = ἔλεγξις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγμός: ὁ, = ἔλεγξις, Ἑβδ. (Ψαλμ. ρμθ΄, 7), Β΄ πρὸς Τιμ. Ἐπιστ. γ΄, 16, Lachm.

Greek Monolingual

ἐλεγμός, ο (AM)
έλεγχος, επιτίμηση, μομφή
αρχ.-μσν.
(στους Ιουδαίους) δοκιμασία και απόδειξη της αγνείας τών γυναικών.

Greek Monotonic

ἐλεγμός: ὁ, = ἔλεγξις, σε Καινή Διαθήκη

Chinese

原文音譯:œlegcoj 誒累格何士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:暴露(著) 相當於: (יָכַח‎) (תֹּוכֵחָה‎ / תֹּוכַחַת‎)
字義溯源:證明,說服,確證,確據;源自(ἐλέγχω)*=駁倒)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 確據(1) 來11:1