γελοῖος
English (LSJ)
v. γέλοιος.
German (Pape)
[Seite 479] nach Möris att. γέλοιος; Andere, wie Thom. Mag. unterscheiden so: γελοῖος, ὁ καταγέλαστος· γέλοιος δὲ ὁ γελωτοποιός; Ammon. umgekehrt; die mss. haben meist γελοῖος; lächerlich, zum Lachen, absurd; Hom. nur γελοίιον neutr. Iliad. 2, 215; Her. 8, 25; oft bei Plat. n. Folgenden; compar., γελοιότερον εἰπεῖν Apol. 30 e; Luc. abdi γελοῖός εἰμί σοι λέγων ταῦτα, es ist lächerlich, daß ich dir dies sage, Char. 22. – Act. Lachen erregend, ὁ γελοῖος, der Spaßmacher, Eur. bei Ath. XIV, 613 d; γελοῖον, γελοῖα, Scherze, Possen, Xen. Cyr. 2, 3, 1; Gegensatz καταγέλαστα Plat. Conv. 189 b; öfter σπουδαῖα. – Adv. γελοίως, Plat. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ou att. γέλοιος, α, ον :
1 risible, plaisant;
2 ridicule (épq. γελοίϊος);
Cp. γελοιότερος.
Étymologie: γέλως.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM γελοῖος, -α, -ον, Α και γέλοιος, -α, -ον)
1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια
2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος
3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο
η γελοιότητα
αρχ.
1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός
2. (για επιχειρήματα) παράδοξος, αντιφατικός
3. (πληθ. ουδ.) τὰ γελοῖα
τα αστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (πρβλ. αιδοίος- αιδώς, ηοίος- ηώς)].
Russian (Dvoretsky)
γελοῖος: и γέλοιος, эп. γελοίϊος 3
1 смешной, забавный Hom., Arph., Xen., Plat., Arst.;
2 смешной, достойный смеха, смехотворный, нелепый Arst., Luc.; εἰ καὶ γελοιότερον εἰπεῖν Plat. смешно сказать.