τάζω
Greek Monolingual
ΝΜ
υπόσχομαι να δώσω κάτι (α. «του 'ταξε προίκα» β. «ἀλλ' ἔχειν, ὡς τὸ ἔταξε, γυναῖκα στὴν ζωὴν του», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. κάνω τάμα («έταξε στην Παναγία μια λαμπάδα ίση με το μπόι του άρρωστου παιδιού της»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τα(γ)μένος, -η, -ο- αυτός τον οποίο έχει κάνει κανείς τάμα, που έχει αφιερώσει στον θεό ή στους αγίους
3. φρ. α) «τάζει λαγούς με πετραχήλια» — λέγεται για εκείνον που κάνει υπερβολικές ή απραγματοποίητες υποσχέσεις
β) «αγίου κερί μην τάξεις μηδέ παιδιού κουλούρι» — λέγεται όταν κάποιος απαιτεί με μεγάλη επιμονή κάτι που του έχουν υποσχεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τάζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έταξα του τάσσω κατά το σχήμα έκραξα: κράζω.