δημιούργημα

Revision as of 14:14, 14 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, a work of art, piece of workmanship, Longin.13.4 (pl.), Ath.11.497c, Herm. in Phdr. p.202 A.; δ. χειρῶν D.H.Comp.1; τὰ δ. Φειδίου Jul.Or.2.54b; οὐ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων δ., of the universe, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, cf. Dam.Pr.175; θεοειδὲς δ. ᾧ λογιζόμεθα Ph.1.208; creature, πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς δ. Hierocl.p.7 A.; also of actions, Iamb.Myst.1.5, 2.7.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 producto de artesanía, obra artesanal ῥυτὸν ... κέρας Ath.497c, δημιουργημάτων ἀποτύπωσις imitación de trabajos de artesanía op. κλοπή Longin.13.4, χειρῶν δ. de un peplo, D.H.Comp.1.2, cf. 10.2, de una corona, I.AI 14.35, cf. Plu.2.559d, D.C.49.43.2
gener. obra, producto del trabajo οὐ γὰρ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων εἶναι δημιουργήματα del cosmos y su disposición, Zaleuc.226.27, τῶν δαιμόνων τὰ σφέτερα δημιουργήματα ... συνθεωρεῖσθαι παρεχόντων Iambl.Myst.2.7, cf. 1.5, κενὸν εἱμαρμένης δ. Vett.Val.31730, cf. D.Chr.12.34, 48.14, Poll.7.7, Vett.Val.260.8, Dam.in Prm.175
esp. obra de arte τὰ Φειδίου δημιουργήματα Iul.Or.3.54a, cf. D.Chr.12.49, 77/78.24, Aesop.102, de las copas de los dioses, Herm.in Phdr.202
en lit. judeo-crist. obra de la Creación del alma τὸ θεοειδὲς ἐκεῖνο δ. Ph.1.207 cf. 208, de los seres humanos, I.AI 12.23, Clem.Al.Paed.2.1.5, gener., Clem.Al.Prot.11.115.
2 criatura ἕωσπερ οὗ ... πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς ἀπεργάσηται τὸ δ. (τὸ σπέρμα) hasta que, lista (la semilla) para el nacimiento, se realice la criatura Hierocl.1.11.

German (Pape)

[Seite 562] τό, die Arbeit; χειρῶν Dion. Hal. C. V. init.; Ath. XI, 497 b u. a. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιούργημα -ατος, τό [δημιουργέω] product, handwerk.

Russian (Dvoretsky)

δημιούργημα: ατος τό произведение, изделие (χαλκεῖα καὶ λίθινα δημιουργήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δημιούργημα: τό, ἔργον τέχνης, κατασκεύασμα, οὐ τύχης οὐδ’ ἀνθρώπων δ., ἐπὶ τοῦ σύμπαντος, Ζάλευκ. παρὰ Στοβ. 279. 20· δ. χειρῶν Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 1.

Greek Monolingual

το (AM δημιούργημα) δημιουργώ
έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα
νεοελλ.
1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών»)
2. φρ. α) «δημιουργήματα της φαντασίας σου» — ανυπόστατες, υποκειμενικές σκέψεις ή υποψίες
β) «δημιούργημα του εαυτού του» — η πρόοδος του ή η αποτυχία του οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο
γ) «δημιούργημα του δασκάλου του, τών γονιών του κ.λπ.» — η επιτυχία ή η αποτυχία του οφείλεται κυρίως στον δάσκαλο κ.λπ.

Translations

work of art

Azerbaijani: bədii əsər; Bashkir: әҫәр; Basque: artelan; Chinese Mandarin: 作品, 藝術品/艺术品, 藝術作品/艺术作品, 美術作品/美术作品; Czech: umělecké dílo; Danish: kunstværk; Dutch: kunstwerk; Esperanto: artaĵo; Estonian: kunstiteos; Faroese: listaverk; Finnish: taideteos; French: œuvre d'art, ouvrage d'art; Georgian: ხელოვნების ნაწარმოები, ხელოვნების ნიმუში; German: Kunstwerk; Greek: έργο τέχνης; Ancient Greek: δαίδαλμα, δαίδαλον, δαιδαλούργημα, δημιούργημα, ἐργασία, καλλιούργημα, κατασκεύασμα, τέχνα, τέχνη, τέχνημα, τεχνίτευμα, τεχνούργημα, φιλοτέχνημα, χειροτέχνημα; Hungarian: műalkotás, műtárgy; Icelandic: listaverk; Italian: opera d'arte; Japanese: 作品, 芸術作品; Kannada: ಕಲಾಕೃತಿ, ಕರಕುಶಲ ವಸ್ತು; Khmer: ការងារ​សិល្បៈ; Korean: 미술품(美術品), 예술품(藝術品); Kumyk: асар; Kurdish Northern Kurdish: afirandin; Macedonian: уметничко дело; Mirandese: obra-d'arte; Norwegian Bokmål: kunstverk; Nynorsk: kunstverk; Polish: dzieło sztuki; Portuguese: obra de arte; Romanian: operă de artă; Russian: произведение искусства, арт-объект; Slovene: umetniško delo, umetnina; Spanish: obra de arte; Swedish: konstverk; Tamil: கலைப் படைப்பு; Turkish: sanat eseri, eser