περικρεμάννυμι

Revision as of 11:16, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

hang round, τινί τι AP11.66 (Antiphil.), Nonn. D.26.254:—Pass., hang round, cling to, cj. in Plu.2.924b (v. περικεράννυμι): c. dat., μητρί AP9.78 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 581] (s. κρεμάννυμι), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ δέρμα περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.

French (Bailly abrégé)

suspendre autour de ou à, τινι.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

περικρεμάννῡμι: привешивать кругом: βοστρύχια κροτάφοις περικρεμάσαι Anth. украсить себя (фальшивыми) локонами.

Greek (Liddell-Scott)

περικρεμάννῡμι: κρεμῶ πέριξ, τινί τι Ἀνθ. Π. 11. 66, Νόνν. Δ. 26. 254. - Παθ., κρεμῶμαι πέριξ, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ δοτ., ματρὶ Ἀνθ. Π. 9.78.

Greek Monolingual

ΜΑ
κρεμώ κάτι ολόγυρα
αρχ.
μέσ. περικρεμάννυμαι
κρεμιέμαι γύρω από κάτι, δηλαδή προσκολλώμαι σε κάτι.

Greek Monotonic

περικρεμάννῡμι: κρεμώ ολόγυρα, τί τινι, σε Ανθ. — Παθ., κρεμιέμαι ολόγυρα, κρέμωμαι από παντού, προσκολλώμαι, με δοτ., στον ίδ.

Middle Liddell

to hang round, τί τινι Anth.:—Pass. to hang round, to cling to, c. dat., Anth.