περιπλίσσομαι

Revision as of 11:20, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

put the legs round or across, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην… περιπεπλιγμένα Stratt.63, cf. Eust.1564.49, Hsch.

German (Pape)

[Seite 588] att. -ττομαι, umschreiten, die ausgespreizten Beine um Etwas herum setzen, περί τι, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

enlacer de ses jambes.
Étymologie: cf. περίπλεκτος.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλίσσομαι: διέχω τὰ σκέλη, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην ἅπαντα περιπεπλιγμένα, τουτέστι, διασχόντα τὰ σκέλη, Στράττις παρὰ Πολυδ. Β΄, 172· «περιπεπλιγμένον, τὸ περιβεβηκός», ἐπὶ σκέλους, Εὐστ. 1564. 49· ― καθ’ Ἡσύχ.: «περιπεπλιγμένα· περιπεπλεγμένα τοῖς σκέλεσι. οἱ γὰρ ἀλεῖπται τὸ βῆμα πλίγμα λέγουσιν», καί, «περιπεπλίχθαι· διηλλάχθαι τὰ σκέλη ἀσχημόνως»· οὕτω παρὰ Θεοκρ. 18. 8, ποσσὶ περιπλίκτοις, εἶναι πιθανῶς καλλιτέρα γραφὴ (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ περιπλέκτοις), ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. περιπλίγδην περιπλίξ.

Greek Monolingual

ΜΑ
βάζω τα πόδια μου γύρω από κάτι ή σταυρωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πλίσσομαι «βαδίζω, βηματίζω»].

Greek Monotonic

περιπλίσσομαι: αποθ., τοποθετώ τα πόδια σε κύκλο ή σταυρωτά.

Middle Liddell

Dep. to put the legs round or across.