ταυρηδόν

Revision as of 10:27, 8 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv. like a bull, ἔβλεψε γοῦν τ. ἐγκύψας κάτω Ar.Ra. 804; τ. ὑποβλέψας πρὸς τὸν ἄνθρωπον Pl.Phd. 117b.

German (Pape)

[Seite 1073] adv., wie ein Stier; βλέπειν, ὑποβλέπειν, stier blicken, Ar. Ran. 803; Plat. Phaed. 117 b; Luc. Philopatr. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la façon d'un taureau : βλέπειν AR, ὑποβλέπειν PLAT regarder comme un taureau, càd de côté et en dessous.
Étymologie: ταῦρος, -δον.

Russian (Dvoretsky)

ταυρηδόν: adv. по-бычачьи, т. е. неподвижным или свирепым взглядом (βλέπειν Arph.; ὑποβλέπειν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρηδόν: Ἐπίρρ., δίκην ταύρου, ὡς ταῦρος, Λατ. torvo vultu, ἔβλεπε γοῦν τ. ἐγκύψας κάτω Ἀριστοφ. Βάτρ. 804· τ. ὑποβλέψας πρὸς τὸν ἄνθρωπον Πλάτ. Φαίδων 117Β, πρβλ. ταυρόω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (τροπ.) σαν ταύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].

Greek Monotonic

ταυρηδόν: επίρρ., όπως ο ταύρος, βάναυσα, θηριωδώς, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

adv.
like a bull, savagely, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

like a bull

Translations