κουστωδία

Revision as of 22:08, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)

English (LSJ)

ἡ, = Lat. custodia, Ev.Matt.27.65.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουστωδία -ας, ἡ [Lat. custodia] wacht, bewaking. NT.

German (Pape)

ἡ, das lat. custodia, NT.

Russian (Dvoretsky)

κουστωδία: ἡ (лат. custodia) стража NT.

English (Strong)

of Latin origin; "custody", i.e. a Roman sentry: watch.

English (Thayer)

κουστωδίας (Buttmann, 17 (16)), ἡ (a Latin word), guard: used of the Roman soldiers guarding the sepulchre of Christ, Matthew 28:11. (Ev. Nic c. 13.)

Greek Monolingual

η (AM κουστωδία)
στρατιωτική φρουρά
νεοελλ.
αστυνομική συνοδεία
μσν.
1. φρούρηση
2. φροντίδα, φύλαξη
αρχ.
επαγρύπνηση, ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. custodia < λατ. custos «φύλακας, φρουρός»].

Greek Monotonic

κουστωδία: ἡ, το Λατ. custodia, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κουστωδία: ἡ, τὸ Λατ. custodia, = φυλακή, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 65.

Middle Liddell

κουστωδία, ἡ,
the Lat. custodia, NTest.

Chinese

原文音譯:koustwd⋯a 枯士拖笛阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:衛兵
字義溯源:監視,守衛者,哨兵,看守的兵。這是從拉丁文繙譯過來的希臘文,意為一隊衛兵,分班守衛
出現次數:總共(3);太(3)
譯字彙編
1) 看守的兵(3) 太27:65; 太27:66; 太28:11

French (New Testament)

ας (ἡ) garde (de soldats)
[lat. custodia]