προαναγιγνώσκω
English (LSJ)
A read aloud, D.C.38.2; especially of a teacher reading aloud to pupils, Plu.2.79ce.
II read previously or beforehand, J.Vit.44, Plu.2.36e, Gal.15.745.
German (Pape)
[Seite 706] (s. γιγνώσκω), vorher lesen; Sp., wie Plut. de aud. poet. g. E.; D. Cass. 38, 2; – vorlesen, Plut. an seni 12.
French (Bailly abrégé)
réc. προαναγινώσκω;
f. προαναγνώσομαι, ao.2 προανέγνων, etc.
lire auparavant à haute voix.
Étymologie: πρό, ἀναγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
προᾰναγιγνώσκω: (aor. 2 προανέγνων) предварительно (раньше) читать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προαναγιγνώσκω: ἀναγινώσκω πρότερον, Δίων Κ. 38. 2· μάλιστα ἐπὶ διδασκάλου ἀναγινώσκοντος μεγαλοφώνως πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, Πλούτ. 2. 790Ε.
Greek Monolingual
Α [[ἀναγι(γ)νώσκω]]
1. διαβάζω προηγουμένως
2. (ιδίως για δάσκαλο) διαβάζω μεγαλοφώνως μπροστά σε ακροατήριο.