θήρευμα

Revision as of 13:19, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, (θηρεύω)
A spoil, prey, S.Ichn.285, E.IA1162.
II pl., hunting, Pl.Lg.823b.

German (Pape)

[Seite 1209] τό, = θήραμα, Eur. I. A. 1162; τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. Legg. VII, 823 b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
butin de chasse.
Étymologie: θηρεύω.

Russian (Dvoretsky)

θήρευμα: ατος τό (= θήραμα)
1 охотничья добыча, улов (σπάνιον θ. λαβεῖν Eur.);
2 pl. охота: τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. охота на сухопутных зверей.

Greek (Liddell-Scott)

θήρευμα: τό, (θηρεύω) = θήραμα, λάφυρον, λεία, Εὐρ. Ι. Α. 1162. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., κυνήγιον, Πλάτ. Νόμ. 823Β.

Greek Monolingual

το (Α θήραμα) θηρεύω
θήραμα, λεία, λάφυρο
αρχ.
στον πληθ. τὰ θηρεύματα
το κυνήγι.

Greek Monotonic

θήρευμα: -ατος, τό (θηρεύω), = θήραμα, κυνήγι, λεία, θήραμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

θήρευμα, ατος, τό, θηρεύω = θήραμα,]
spoil, prey, Eur.