ἀποθησαυρίζω

Revision as of 07:51, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

store, hoard up, LXX Si.3.4, D.S.5.40, Luc. Alex.23; ἑαυτοῖς τι 1 Ep.Ti.6.19:—Pass., J.BJ7.8.4, Vett.Val.16.21.

Spanish (DGE)

atesorar, guardar παντὸς καρποῦ πλῆθος D.S.5.40, θεμέλιον καλὸν εἰς τὸ μέλλον 1Ep.Ti.6.19, καταφαγεῖν πᾶν ὃ ἂν δῷς ἢ ἀποθησαυρίσαι Arr.Epict.3.22.50, χρήματα Iambl.Protr.20, πυροὺς καὶ κριθάς Aesop.114.1, cf. 175.1, 3, ὅταν ... ἡ γένεσις ἀποθησαυρίζῃ γόνον cuando ... los órganos genitales hacen provisión de semen, Corp.Herm.Fr.22, (δραχμάς) εἰς πλοῦτον Luc.Alex.23, en v. pas. παντοίων πλῆθος ὅπλων I.BI 7.299, cf. Ael.NA 14.18, fig. Θεὸς τοῖς ἀνθρώποις τὰ πλημμελήματα Cyr.Al.M.73.344B, abs. ὣς ὁ ἀποθησαυρίζων ὁ δοξάζων μητέρα αὐτοῦ LXX Si.3.4, πρὸς τὰ μέτρα τῶν γενέσεων Vett.Val.18.12
tb. en v. med. τοὺς μύρμηκας τὰς τροφὰς ἀποθησαυριζομένους Corp.Herm.Fr.4.2.

German (Pape)

[Seite 303] aufbewahren, Luc. Alex. 23 εἰς πλοῦτον, aufspeichern; τοῦ πολλοὺς τῶν καρπῶν ἀποθησαυρίζεσθαι D. Sic. 5, 75; ἀποθησαυρισθείη Ael. N. A. 14, 18.

French (Bailly abrégé)

mettre en réserve de l'argent, des trésors.
Étymologie: ἀπό, θησαυρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθησαυρίζω: откладывать про запас, накапливать Diod., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθησαυρίζω: ἀποτίθημι, βάλλω εἰς τὴν ἀποθήκην, θησαυρίζω ὡς καὶ νῦν 5. 40, Λουκ. Ἀλέξ. 23: ― Παθ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. ΙΙ. 7. 8, 4: ― ῥηματ. ἐπιθ. ἀποθησαυριστέον, πρέπει τις νὰ ἀποθησαυρίζῃ ἢ ν’ ἀποθησαυρίσῃ, ἤτοι ἐπισωρεύσῃ, ἀποθηκεύσῃ, Κλήμ. Ἀλ. 336.

English (Strong)

from ἀπό and θησαυρίζω; to treasure away: lay up in store.

English (Thayer)

to put away, lay by in store, to treasure away (seponendo thesaurum colligere, Winer s De verb. comp. etc. Part iv., p. 10); to store up abundance for future use: Diodorus, Josephus, Epictetus, others.)

Greek Monolingual

(AM ἀποθησαυρίζω)
αποθηκεύω, αποταμιεύω
νεοελλ.
1. συγκεντρώνω, συσσωρεύω υλικά ή πνευματικά αγαθά
2. (για λέξεις) καταγράφω αθησαύριστες λέξεις, καταρτίζω λεξικό.

Greek Monotonic

ἀποθησαυρίζω: μέλ. -σω, αποθηκεύω, αποταμιεύω, επισωρεύω, σε Λουκ.

Middle Liddell

to store, hoard up, Luc.

Chinese

原文音譯:¢poqhsaur⋯zw 阿坡-帖悄里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-安置 入 次日
字義溯源:儲存,積放,積成,存入倉庫;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(θησαυρίζω)=積蓄,留存)組成;其中 (θησαυρίζω)出自(θησαυρός)=財物), (θησαυρός)又出自(τίθημι)*=設立,安放)。
同義字:1) (ἀποθησαυρίζω)儲存 2) (ἀπόκειμαι)被保留 3) (θησαυρίζω)積蓄 4) (περιποιέω)保全自己
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 積成(1) 提前6:19