ὄρεγμα
English (LSJ)
ὀρέγματος, τό,
A stretching out, τὰ χερὸς ὀρέγματα A.Ch.426 (lyr.); προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (as Herm. from Sch. for ὀρεγόμενα of cod. M) A.Ag.1111 (lyr.); βημάτων ὄρεγμα Id.Ch.799 (lyr., but the passage is corrupt); ὄ. ποδός APl.4.189 (Nic.): abs., διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ὀρέγματος of their reach or stride, of camels, Arist.HA632a31; v. ἁμιλλάομαι ΙΙ.
2 holding out, offering, παρηΐδων E.Ph.307 (lyr.).
II a measure of length, a subdivision of the σχοῖνος, Tab.Heracl.2.33, al.
German (Pape)
[Seite 370] τό, das Ausgestreckte, die Strecke, der Raum; τοῦτ' ἰδεῖν δάπεδον, ἀνομένων πημάτων ὄρεγμα, Aesch. Ch. 788; das Ausstrecken, τὰ χερὸς ὀρέγματα, ib. 420; παρηΐδων, Eur. Phoen. 314; ποδός, Nicia 6 (Plan. 189); der Schritt, Arist, H. A. 9, 50. – Auch als Längenmaaß, mit σχοῖνος u. πούς vrbdn.
French (Bailly abrégé)
ὀρέγματος (τό) :
ce qu'on étend ; particul. pied tendu, main tendue, écartement des pieds ou des bras.
Étymologie: ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὄρεγμα: ὀρέγματος τό
1 вытягивание, растягивание: τὰ χερὸς ὀρέγματα Aesch. взмахи рук (наносящих себе удары плакальщиц); τὸ μέγεθος τοῦ ὀρέγματος Arst. ширина шага; ὄ. δεινὸν ἁμιλλᾶσθαι Eur. бежать во всю прыть; βημάτων ὄ. Aesch. шаг, поступь;
2 протягивание (для поцелуя) (παρηΐδων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄρεγμα: τό, (ὀρέγω) τὸ ἐκτείνειν, ἅπλωμα, ἄνοιγμα, τὰ χερὸς ὀρέγματα Αἰσχύλ. Χο. 426· προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἐκ τοῦ Σχολ. ἀντὶ ὀρεγομένᾱ τοῦ Μεδ. Κώδικ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· οὕτω, βημάτων ὄρεγμα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 799 (ἀλλὰ τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον)· ὄρ. ποδὸς Ἀνθ. Πλαν. 189· ἀπολ., διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ὀρ., τὸ ἄνοιγμα τοῦ βήματος ἢ βαδίσματος αὐτῶν, ἐπὶ τῶν καμήλων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 9· ἴδε ἐν λέξ. ἁμιλλάομαι ΙΙ. 2) τὸ ἐκτείνειν τι πρὸς τὰ ἔξω, τὸ προσφέρειν τι, παρηίδων Εὐρ. Φοίν. 307. ΙΙ. ὡς μέτρον μήκους εἶναι ὑποδιαίρεσις τοῦ σχοίνου. Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 49, 55, κἑξ.
Greek Monotonic
ὄρεγμα: ὀρέγματος, τό (ὀρέγω),
1. άπλωμα, άνοιγμα, τέντωμα, σε Αισχύλ.
2. άπλωμα με το χέρι, προσφορά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὄρεγμα, ατος, τό, ὀρέγω
1. an outstretching, Aesch.
2. a holding out, offering, Eur.