πλείων

Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

English (LSJ)

πλέων, ὁ, ἡ, neut. πλεῖον, πλέον, πλεῖν, Comp. of πολύς (on the forms v. sub fin.),

   A more, of number, size, extent, etc., οἱ δὲ μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι Il.13.739; πλείων μὲν πλεόνων μελέτη Hes. Op.380; ἐς πλείονας οἰκεῖν govern for the interest of the majority, Th. 2.37; πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν greater than... Pi.N.7.21; τὸν πλείω λόγον all further speech, S.Tr.731; ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει X.Cyr.7.5.39; πλείω τὸν πλοῦν . . ποιησάμενοι having made the voyage longer, Th.8.39; ὁ π. βίος a longer life, Pl.Ti.75c; μακροτέρα καὶ π. ὁδός Id.R.435d, etc.; of Time, longer, π. χρόνος Hdt. 9.111, S.Ant.74; πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Il.10.252.    2 with Art., οἱ πλέονες the greater number, the mass or crowd, 5.673, Od.2.277; οἱ πλεῦνες Hdt.1.106, etc.: c. gen., τὰς πλεῦνας τῶν γυναικῶν ib.1; the people, opp. the chief men, Id.7.149, Th.8.73, 89, etc.; euphem. of the dead, ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων Ar.Ec.1073; εὖτ' ἂν ἵκηαι ἐς πλεόνων AP11.42 (Crin.); ἐς πλεόνων μετοικεσίην ib. 7.731 (Leon.); τὸ πλεῖον πολέμοιο the greater part of... Il.1.165; ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει, opp. τοῦ μετρίου, S.OC1211 (lyr.); τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγονται Th.4.17, cf. 92.    II pecul. usages of neut.:    1 as a Noun, more, πλεῦν ἔτι τούτου Hdt.2.19, etc.; εἴ τι ἐνορῶ πλέον Id.1.89; τὸ δὲ π. nay, what is more, E.Supp.158 (Musgr. for τί δὲ . .); to a greater extent, Th.1.90, 7.57, etc.; πλέον or τὸ πλέον τινός a higher degree of a thing, τίς πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει; S.OT1189 (lyr.); τὸ π. τοῦ χρόνου Th.1.118, etc.; also τὸ π. ὃ ἀναφέρει the excess which he reports, PCair.Zen.661 (iii B.C.); ᾧ πλεῖον the excess, prob. in PPetr.2p.42 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.742.26 (iii B. C.); πλέον ἔχειν to have the advantage, have the best of it, like πλεονεκτέω, c. gen., Hdt.9.70, Pl.R.343d, 349b, etc.; τὸ π. πάντων ἔχειν X.Cyr.1.3.18: more fully, μοίρης πλεῖον ἔχειν Thgn.606; π. τινὸς φέρεσθαι Hdt.8.29; π. φέρεσθαι τῶν ἄλλων And.4.4, etc.; π. ποιεῖν do some good, be successful, βουλοίμην ἂν πλέον τί με ποιῆσαι ἀπολογούμενον Pl.Ap.19a; οὐδὲν π. ποιήσειν, -ῆσαι, And.1.149, 4.7, cf. Pl.Phd. 115c, etc.; παραινοῦσ' οὐδὲν ἐς π. ποιῶ S.OT918; οὐδὲν π. ὀψοφαγῶν ποιήσεις Ath.8.344b; οὐδὲν εἴργασμαι π. E.Hipp.284; οὐδὲν π. πρᾶξαι Id.IA1373, And.4.20, etc.; οὐδὲν ἐπίσταμαι π. have no superior knowledge, Pl.Tht.161b; τί πλέον; what more, i.e. what good or use is it? Antipho 5.95, etc.; τί π. πλουτεῖν . . πάντων ἀποροῦντας; Ar.Pl.531; τί σοι π. λυπουμένῃ γένοιτ' ἄν; E.Hel.322; τί π. ἔστ' εἰς τέκνα πονεῖν; Supp.Epigr.1.567.1 (Karanis, iii B.C.), cf. AP7.261.1 (Diotim.); also οὐδὲν ἦν π. τοῖς πεπονθόσιν Lys.19.4 (= And.1.7), cf. D.35.31; ὧν οὐδέν μοι π. γέγονε Isoc.15.28; οὐδέν γέ σοι π. ἔσται Pl.R.341a; τί τὸ π.; Epigr.Gr.306a.3; ἐπὶ πλέον as Adv., more, further, Hdt.2.171, 5.51, Th.6.54, Pl.Phdr.261b, etc.: c. gen., beyond, ἐπὶ π. τῶν ἄλλων ἰσχύσας Th.1.9 (but, ἐπὶ τὸ π. ἵκεο μοίσας to surpassing height in . ., Theoc.1.20); also ὅταν τις ἐς π. πέσῃ τοῦ θέλοντος S.OC1219 codd. (lyr.); περὶ πλείονος ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.    2 as Adv., more, rather, π. ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι τὴν Ἑλλάδα he inclined rather to the belief... Hdt.8.100; οὐ τοῦτο δειμαίνεις π.; A.Pr.41; σέ . . τῶνδ' ἐς πλέον σέβω S.OT700; ἢ π. ἢ ἔλαττον D.18.125; π. ἔλαττον more or less, BGU402.9 (vi A. D.), IG14.177 (Syracuse); also τὸ π., Ion. τὸ πλεῦν, for the most part, Th.1.81, etc.; αὐτῆς τὸ π. μέτοχός εἰμι have the larger share, Hdt.3.52; τὸ π., = μᾶλλον, οὐ χάριτι τὸ π. ἢ φόβῳ Th.1.9, cf. 2.37; ἐστὶν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ π., ἀλλὰ δαπάνης not so much... as . ., Id.1.83.    b with Numerals, τοξότας π. ἢ εἴκοσι μυριάδας X.Cyr.2.1.6; οἶκος πλέον ἢ τεττάρων ταλάντων Is.10.23; ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι v.l. in D.24.141 (fort. πλεῖν, v. infr.); π. ἢ ἐν διπλασίῳ χρόνῳ X.Oec.21.3:—in this sense a short form πλεῖν is used by Att. writers (cf. Moer.p.294 P., but the rule is not universal, cf. IG22.657.25 (iii B. C.), etc.), πλεῖν ἢ τριάκονθ' ἡμέρας Ar.Ach.858; πλεῖν ἢ χιλίας (sc. δραχμάς) Id.Eq. 444; στάδια πλεῖν ἢ χίλια Id.Av.6, cf. Nu.1041, 1065, al.; πλεῖν ἤ γε διπλοῦν Id.Lys.589; πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ πρεσβύτερος Id.Ra.18, cf. 91; πλεῖν (πλεῖον codd.) ἢ πέντε τάλαντα D.21.173; πλεῖν ἢ δυοῖν ποδοῖν Eub.119.10; is freq. omitted, πλεῖν ἑξακοσίας Ar.Av.1251; ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα v.l. in Pl.Ap.17d; but δέκα πλείοσιν ἔτεσι for ten years more, Id.Lg.932c; τρεῖς μῆνας καὶ πλείω X.HG2.2.16; λίθους . . ὅσον μνααίους καὶ πλεῖον καὶ μεῖον Id.Eq.Mag.1.16: with number in gen., κώμας . . οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας Id.An.3.2.34, cf. 7.3.12.    c Com., πλεῖν ἢ μαίνομαι more than to madness, Ar. Ra.103,751.    d pl. πλείω used like πλέον, Th.1.3, Pl.R.417b, D. 23.213, etc.; τὰ π. Th.1.81; πλέω A.Ag.868 codd.    e regul. Adv. πλειόνως Aen.Tact.7.4, J.AJ17.1.1.    B FORMS: Ep. use πλείων or πλέων as metre requires, also nom. and acc. pl. πλέες, πλέᾰς, Il.2.129, 11.395, Call.Aet.Oxy.2080.85 (so, with ι from ε, Cret. πλίες, πλίας, Leg.Gort.7.18,24, GDI5125 B8, also πλίαδ (δὲ) Leg.Gort.7.29, πλίανς ib.5.54; πλέας also Aeol., IG12(2).1.9 (Mytil., iv B. C.)); dat. pl. πλεόνεσσι Il.13.739 (πλεόνεσιν is f.l. in Hdt.7.224); Cret. also acc. sg. neut. πλίον Leg.Gort.1.37, al., gen. πλίονος ib.2.39, al., neut. pl. πλίονα ib.4.51, πλία ib.10.17; Aeol. πλήων Hdn.Gr.2.431, also late Dor., IPE12.79.18 (Byzant., i A. D.); Att. Inscrr. have -ει- always before -ου- and -ω-, IG12.76.7, 22.657.25, 2498.22, etc., but -ε- and -ει- before -ο-, ib.12.94.33,40.3,4, 22.2670.4 (but always πλέον).

German (Pape)

[Seite 628] πλεῖον, ονος, im masc. u. fem. auch bei den Attikern gebräuchlicher als πλέων, compar. zu πολύς, mehr, sowohl von der Zahl als von der Größe, der Ausdehnung, dem Werthe; τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο χεῖρες ἐμαὶ διέπουσι, den größern Theil des Krieges, Il. 1, 165, vgl. Od. 8, 475; αἰδομένων δ' ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται, Il. 5, 531; ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους, Od. 9, 48; πολὺ πλέονες καὶ κρείσσονες, 22, 353; κήδεσι μ οχθήσειν καὶ πλείοσιν, Il. 10, 106; μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι, 13, 739, u. öfter; πλέονα λόγον γενέσθαι, Pind. N. 7, 20, u. öfter, οἱ πλέονες, die Mehrzahl, die Meisten. Il. 5, 673 O, d. 2. 277; eben so Her. οἱ πλεῦνες, αἱ πλεῦνες. 1, 106. 199. 2, 120. 7, 149, auch c. gen., αἱ πλεῦνες τῶν γυναικῶν, 1, 1; dah. der große Hause, das gemeine Volk, im Ggstz der Vornehmen, 7, 149. Auch euphemistisch, die Todten, ἐς πλεόνων ἱκέσθαι, wie ἐς Ἅιδου, Crinag. 30 (XI, 42); Leon. Tar. 79 (VII, 731); ἡ γραῦς ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων, Ar. Eccl. 1073. – Πλέων νύξ, der größere Theil der Nacht, Il. 10, 252; πλέων χρόνος, mehr, längere Zeit, Soph. Ant. 74, u. öfter, wie in Prosa: Her. 9, 111; πλείονι καὶ ἐλάττονι χρόνῳ, Plat. Parm. 154 d, u. sonst; πλέω στρατόν, Her. 6, 28; πλέω στρατιήν, 6, 81; τὸ πλεῦν, zumeist, meistens, 3, 52; ἐπὶ πλέον, mehr und mehr, 2, 171. 5, 51. 125; ἐπὶ πλείω, Soph. O. C. 1774 (wird auch ἐπίπλεον als ein Wort geschrieben); περὶ πλέονος ποιεῖσθαι, höher schätzen, Her. u. Folgde überall; – πλέον φρονεῖν, Soph. Phil. 807; – τὸ πλέον τινός, der höhere Grad einer Sache, ἐπὶ τὸ πλέον ἱκέσθαι τινός, d. i. bis zum höchsten Grade einer Sache gelangen, vgl. Theocr. 1, 20. 3, 47, πλέον ἔχειν, mehr haben, voraus haben, Vorzug, Vortheil, Gewinn haben, auch übertreffen, wie πλεονεκτέω, c. gen., Her. 9, 70, wie Xen. Cyr. 7, 5, 61; u. eben so πλέον τινὸς φέρεσθαι, Her. 8, 29; aber πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη, seine Meinung ging mehr dahin, 8, 100; auch vollständig, πλεῖον μοίρης ἔχειν, Theogn. 606; ἐς πλέον ποιεῖν, ἐργάζεσθαι, weiter kommen, mehr ausrichten, Soph. O. R. 911; οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων, es half Nichts, brachte keinen Gewinn, Her. 9, 41. 107. 121 u. öfter; τί ἔσται πλέον τινί, was wird es helfen? was wird er weiter davon haben? Antiph. 5, 95; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 34; πλέον γίγνεται τοῖς ἄλλοις, Isocr. 4, 7; ὧν οὐδέν μοι πλέον γέγονε, wovon mir Nichts gelungen ist, 15, 28; vgl. Dem. Lpt. 7; vgl. Plat. πλέον τι οἰόμενος εἶναι λόγους γεγραμμένους τὸν εἰδότα ὑπομνῆσαι, Phaedr. 275 c; οὐδὲν γάρ μοι πλέον ἦν, Conv. 217 c; ἄν τι καὶ σμικρὸν πλέον ἑκάστοτε ἡγῶνται ἔσεσθαί σφισιν, Legg. III, 697 d; μηδὲν πλέον αὐτῷ γένηται, Conv. 222 d; auch eben so οὐδὲν πλέον ποιήσετε, Phaed. 115 c; Theaet. 200 c; βουλοίμην ἂν πλέον τί με ποιῆσαι ἀπολογούμενον, ich wünschte durch meine Vertheidigung Etwas ausrichten zu können, Apol. 19 a; ἐπὶ πλέον εἶναι ἤ, Euthyd. 290 b; vgl. ἢ ἔχεις τι λέγειν ἐπὶ πλέον τὴν ῥητορικὴν δύνασθαι ἤ, Gorg. 453 a. – Bei Zahlenbegriffen fällt, wie im Lat. quam nach plus, ἤ auch zuweilen weg, ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα, Plat. Apol. 17 d; und die Zahl geht auch in den gen. über, οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπέχειν, Xen. An. 3, 2, 34. 7, 3, 12; bemerke noch μισθὸς ὠφείλετο πλέον ἢ τριῶν μηνῶν, ib. 1, 2, 11, womit Krüger vergleicht μυριάδας πλέονδώδεκα, ib. 5, 6, 9, u. Thuc. 4, 72. – Bloß episch ist der nom. u. acc. plur. πλέες, πλέας (s. oben); ion. u. dor. ist die Zusammenziehung πλεῦν für πλέον, πλεῦνος, πλεῦνες u. ä. für πλέονος, πλέονες u. s. w. – Ein besonderer Atticismus ist πλεῖν, nom. u. acc. sing. für πλέον, der nur in Zahlverbindungen, wie πλεῖν ἢ μύριοι, Ar. Av. 6 Nubb. 1041 u. öfter gebraucht ist. – Ion. dat. plur. πλεόνεσι, Her. 7, 224. – Bei Hom. u. Hes. wechseln übrigens die Formen πλείων u. πλέων nach Versbedarf, doch ist letztere, bes. im plur., häufiger;, dat. πλείοσι u. πλεόνεσσι; in att. Prosa ist πλείων, πλέον die gebräuchlichste Form, letzteres besonders in adverbialen Beziehungen, dagegen in der zusammengezogenen Form πλείους, πλείω vorherrschend; aber im nom. plur. bleibt πλέω das Herrschende, vgl. Reisig conj. Arist. p. 43 u. Buttm. Gramm. – Spätere verbinden sogar diese Form πλέω mit einem subst. sing. num., vgl. Wess. D. Sic. 1, 63 u. Schäf. D. L. p. 229.