πλέες
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
πλέᾰς, v. πλείων sub fin.
German (Pape)
[Seite 628] οἱ, u. acc. πλέας, ep. statt πλέονες, πλέονας, compar. zu πολύς, mehrere, Il. 2, 129. 11, 395; dor. zsgzgn πλεῖς.
French (Bailly abrégé)
v. πλεῖστος.
Russian (Dvoretsky)
πλέες: эп. (= πλείονες) pl. к πλείων.
Greek (Liddell-Scott)
πλέες: πλέᾰς, ἴδε πλείων ἐν τέλ.
English (Autenrieth)
see πλείων.
Greek Monotonic
πλέες: αιτ. πλέᾰς, βλ. πλείων.