πλήσμιος

Revision as of 05:57, 4 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

α, ον, Hices. ap. Ath.7.298b, but ος, ον Xenocr. ap. Orib.2.58.49:—filling, satisfying, ἐδέσματα Plu. Tim.6, cf. Philistion ap.Ath.3.115d, Ph.Bel.89.9, Hices.l.c., Xenocr. l.c., Dsc.5.8; of wine, Ath.1.32f; τὸ πλήσμιον = satiety, surfeit, Epicur.Fr. 465, Plu.Ant.24; ἔχειτι π. τὸ πρᾶγμα Agathin. ap. Orib.10.7.22: neut. as adverb, πλήσμιον διαιτᾶσθαι Ruf.Sat.Gon.33.

German (Pape)

[Seite 635] leicht füllend, sättigend; Ath. I, 32, vom Weine, u. von Aalen, πλήσμιαί εἰσι καὶ πολύτροφοι, VII, 298; οἱ λύχνοι τὰ πλήσμια τῶν ἐδεσμάτων ὀξυτάτῃ διώκουσιν ἐπιθυμίᾳ, Plut. Timol. 6; auch übersättigend, daher τὸ πλήσμιον, Übersättigung, Überdruß, Plut. Anton. 24 u. öfter, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui remplit, qui rassasie ; τὸ πλήσμιον = satiété, dégoût.
Étymologie: πλήθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήσμιος -α -ον [πίμπλημι] vullend (van eten); subst. τὸ πλήσμιον = verzadiging, oververzadiging.

Russian (Dvoretsky)

πλήσμιος: быстро насыщающий, сытный (ἐδέσματα Plut.).

Greek Monolingual

-ία, -ον και πλήσμιος, -ον, Α
1. (κυρίως για εδέσματα και για ποτά) αυτός που γεμίζει, που χορταίνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλήσμιον
κορεσμός, πλησμονή, χορτασμός
3. (το ουδ. ως επίρρ.) πλήσμιον
κατά κόρον, πάρα πολύ. Επίρ. πλησμίως ΜΑ
κατά τρόπο πλήσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ- του ρ. πίμπλημι (πρβλ. πλήσμα, πλήσμη, πλησμονή)].

Greek Monotonic

πλήσμιος: -α, -ον (πίμ-πλημι), χορτασμένος, κορεσμένος, ικανοποιημένος, σε Πλούτ.· τὸ πλήσμιον, κορεσμός, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πλήσμιος: -α, -ον, (πίμπλημι) ὁ πληρῶν, χορταίνων, ἐδέσματα Πλουτ. Τιμολ. 6· ἐπὶ ἐγχελέων, Ἀθήν. 298F· ἐπὶ οἴνου, ὁ αὐτ. 32F· τὸ πλήσμιον, κόρος, πλησμονή, Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Ἐπίρρ. -ίως, Γαλην.

Middle Liddell

πλήσμιος, η, ον πίμπλημι
filling, satisfying, Plut.: τὸ πλήσμιον = satiety, Plut.