τὸ πλήσμιον
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
Middle Liddell
satiety, Plut.
German (Pape)
[Seite 635] Übersättigung, Überdruß, Plut. Anton. 24 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
satiété, dégoût.
Étymologie: πλήθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Greek Monolingual
κορεσμός, πλησμονή, χορτασμός
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ- του ρ. πίμπλημι (πρβλ. πλήσμα, πλήσμη, πλησμονή)].
Greek (Liddell-Scott)
κόρος, πλησμονή, Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Ἐπίρρ. -ίως, Γαλην.
Translations
satiety
Arabic: شَبَع; Bulgarian: насита, насищане; Catalan: sacietat; Chinese Mandarin: 飽腹感, 饱腹感; Czech: sytost, nasycenost; Danish: mæthed; Dutch: verzadiging; Finnish: kylläisyys; French: satiété; Galician: saciedade, fartura; Georgian: სიმაძღრე; German: Sattheit, Sättigung, Befriedigung; Greek: κορεσμός; Ancient Greek: ἅδος, ἔμπλησμα, διακορία, ἦδος, κόρος, πληθώρα, πληθώρη, πλήρωμα, πλησμονή, τὸ πλήσμιον, χορτασία, χορτασμός; Hebrew: שֹבַע, שָֹבְעָה; Latin: satietas; Manx: sonnys; Polish: sytość, najedzenie; Portuguese: saciedade; Punjabi: ਰੱਜ; Romanian: sațietate; Russian: сытость; Spanish: saciedad; Tocharian B: soylñe; Turkish: tokluk; Welsh: syrffed; ǃXóõ: da̰m