ξόβεργο

Revision as of 08:11, 5 October 2024 by lsj>Spiros (Created page with "{{grml |mltxt=ξόβεργα και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το<br /><b>1.</b> βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ξόβεργα και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το
1. βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη ουσία, που χρησιμοποιείται ως μικρή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. φρ. «πιάστηκε στο ξόβεργο» — λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξόβεργα < ἰξός «είδος φυτού» + βέργα, με σίγηση του αρκτ. άτονου ι-].